抡 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος χαρακτήρας
Παραδοσιακός χαρακτήρας

抡 ελληνικός ορισμός

lūn

  • to swing (one's arms, a heavy object)
  • to wave (a sword, one's fists)
  • to fling (money)