拽
拽 ελληνικός ορισμός
zhuāi
- σέρνω
zhuāi
- σέρνω
Επίπεδα HSK
Λέξεις που περιέχουν 拽, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
-
拽 (zhuài): σέρνω
-