挼
挼 ελληνικός ορισμός
ruó
- to rub
- to crumple
- Taiwan pr. [nuo2]
ruó
- to rub
- to crumple
- Taiwan pr. [nuo2]
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 捼 : to rub; to crumple;