捞
撈
捞 ελληνικός ορισμός
lāo
- ψάρι
lāo
- ψάρι
Επίπεδα HSK
Λέξεις που περιέχουν 捞, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
-
捞 (lāo): ψάρι
-