捶
                
                
                    
                    Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας
                    
                
            捶 ελληνικός ορισμός
        
            chuí
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - σφυρί
chuí
- σφυρί
