捻 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

捻 ελληνικός ορισμός

niǎn

  • to twirl (in the fingers)

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : to play tricks on or toy with; delicate; exquisite (Cantonese);
  • : to expel; to oust;
  • : muddy water;
  • : calm water;
  • : stone roller; roller and millstone; to grind; to crush; to husk;
  • : Chariot
  • : handcart; emperor's carriage; to transport by carriage;