揸 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

揸 ελληνικός ορισμός

zhā

  • to stretch fingers out

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : to prick with a needle;
  • : used for the sound 'zha' in certain names;
  • : (onom.) chirp, twitter, etc;
  • : γραβάτα
  • : to open out; to expand;
  • : (hawthorn); Chaenomeles japonica;
  • : σκωρία
  • : rosacea;