搔 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

搔 ελληνικός ορισμός

sāo

  • to scratch
  • old variant of 騷|骚[sao1]

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : agitated;
  • : to reel silk from cocoons;
  • : smell of urine;
  • : blowing of the wind;
  • : Japanese variant of 騷|骚;
  • : επίδειξη