搦 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

搦 ελληνικός ορισμός

nuò

(literary) to hold (in the hand)
  • to challenge
  • to provoke

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : archaic variant of 懦[nuo4];
  • : (indicating agreement) yes; all right; (drawing attention to) look!; here!;
  • : imbecile; timid;
  • : glutinous rice; sticky rice;
  • : υπόσχεση
  • : nobelium (chemistry);