撧 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

撧 ελληνικός ορισμός

juē

  • to break off
  • to snap

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : to pout;
  • : (old) hemp sandals; Taiwan pr. [jue2];
  • : to protrude; to stick out; to pout (also written 噘); to embarrass (people);