撩 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

撩 ελληνικός ορισμός

liāo

  • to lift up (sth hanging down)
  • to raise (hem of skirt)
  • to pull up (sleeve)
  • to sprinkle (water with cupped hands)

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : to run; to slip away; to stride;