攥 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

攥 ελληνικός ορισμός

zuàn

  • to hold
  • to grip
  • to grasp

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : to hold in the hand, to grasp; to wring;