旧
舊
旧 ελληνικός ορισμός
jiù
- παλαιός
jiù
- παλαιός
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Παραδείγματα ποινών με 旧
-
这件衣服穿了两年,已经旧了。
Zhè jiàn yīfú chuānle liǎng nián, yǐjīng jiùle. -
旧社会里,有的有钱人的房子屋顶很高。
Jiù shèhuì lǐ, yǒu de yǒu qián rén de fángzi wūdǐng hěn gāo.
Λέξεις που περιέχουν 旧, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 3
-
旧 (jiù): παλαιός
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 陈旧 (chén jiù) : απαρχαιωμένος
- 仍旧 (réng jiù) : ακόμη
- 依旧 (yī jiù) : ακόμη