杻
                
                
                    
                    Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας
                    
                
            杻 ελληνικός ορισμός
        
            chǒu
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - χειροπέδες
chǒu
- χειροπέδες
