柅 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

柅 ελληνικός ορισμός

(tree)
  • to stop

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : archaic variant of 你[ni3]; you;
  • : εσύ
  • : you (female); variant of 你[ni3];
  • : να είναι
  • : fluttering of flags;
  • : luxuriant (of plants);