栓 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

栓 ελληνικός ορισμός

shuān

  • bottle stopper
  • wooden pin
  • plug

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : to tie up;
  • : bolt; latch; to bolt; to latch;