棵
棵 ελληνικός ορισμός
kē
- δέντρο
kē
- δέντρο
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 嵙 : place name;
- 柯 : handle of ax; stem;
- 珂 : jade-like stone;
- 疴 : disease; also pr. [e1];
- 瞌 : to doze off; sleepy;
- 磕 : χτύπημα
- 科 : κλαδί
- 稞 : (wheat);
- 窠 : nest;
- 簻 : big; hunger;
- 苛 : severe; exacting;
- 薖 : big; hungry-looking;
- 蝌 : tadpole;
- 趷 : to jolt;
- 轲 : given name of Mencius;
- 钶 : columbium;
- 颏 : chin;
- 颗 : κομμάτια
- 髁 : condyles;
Παραδείγματα ποινών με 棵
-
这棵树又高又大。
Zhè kē shù yòu gāo yòu dà. -
这棵树已经死了。
Zhè kē shù yǐjīng sǐle.
Λέξεις που περιέχουν 棵, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
-
棵 (kē): δέντρο
-