椮
椮 ελληνικός ορισμός
sēn
- lush growth (trees)
- fishing using bundled wood (archaic)
sēn
- lush growth (trees)
- fishing using bundled wood (archaic)
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 森 : ιαπωνικό λεπτό