様 Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας 様 ελληνικός ορισμός yàng Japanese variant of 樣|样 Χαρακτήρες με την ίδια προφορά 怏 : discontented; 恙 : sickness; 样 : είδος 漾 : to overflow; to ripple; used in place names; see 漾濞[Yang4 bi4]; 瀁 : ripples; 羕 : 𢼄 瀁 怏