槺 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

槺 ελληνικός ορισμός

kāng

  • empty space inside a building

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : κανγκ
  • : γενναιόδωρος
  • : husk;
  • : in 閌閬|闶阆, open space in a structure;