横
橫
横 ελληνικός ορισμός
héng
- οριζόντιος
héng
- οριζόντιος
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 横, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
-
横 (héng): οριζόντιος
- 纵横 (zòng héng) : κάθετη και οριζόντια
-