残
殘
残 ελληνικός ορισμός
cán
- άτομα με ειδικές ανάγκες
cán
- άτομα με ειδικές ανάγκες
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 残, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 残疾 (cán jí) : αναπηρία
- 残酷 (cán kù) : σκληρός
- 残留 (cán liú) : υπόλειμμα
- 残忍 (cán rěn) : σκληρός
- 摧残 (cuī cán) : καταστροφή