汏
                
                
                    
                    Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας
                    
                
            汏 ελληνικός ορισμός
        
            dà
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - πλημμύρα
dà
- πλημμύρα
