沼
沼 ελληνικός ορισμός
zhǎo
- ελος
zhǎo
- ελος
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 找 : εύρημα
Λέξεις που περιέχουν 沼, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 沼泽 (zhǎo zé) : τέλμα