泵
                
                
                    
                    Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας
                    
                
            泵 ελληνικός ορισμός
        
            bèng
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - αντλία
bèng
- αντλία
