渴 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

渴 ελληνικός ορισμός

  • διψασμένος

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : μπορώ
  • : uneven (path); unfortunate (in life);
  • : Japanese variant of 渴;

Παραδείγματα ποινών με 渴

  • 我渴了,想喝点儿水。
    Wǒ kěle, xiǎng hē diǎn er shuǐ.

Λέξεις που περιέχουν 渴, ανά επίπεδο HSK