湍 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

湍 ελληνικός ορισμός

tuān

  • to rush (of water)

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : contraction of the three characters for 圖書館|图书馆[tu2 shu1 guan3]; library;