溟 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

溟 ελληνικός ορισμός

míng

  • to drizzle
  • sea

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : dark; deep; stupid; the underworld;
  • : όνομα
  • : λαμπρός
  • : dark;
  • : Chinese quince;
  • : name of a river;
  • : space between the eyebrows and the eyelashes;
  • : to close (the eyes);
  • : Thea sinensis; young leaves of tea;
  • : lucky place;
  • : boring insect; snout moth's larva (Aphomia gullaris or Plodia interpuncuella or Heliothus armigera etc), major agricultural pest;
  • : place name;
  • : μινγκ
  • : μινγκ