澴
                
                
                    
                    Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας
                    
                
            澴 ελληνικός ορισμός
        
            huán
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - λιποθυμία
huán
- λιποθυμία
