濍
                
                
                    
                    Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας
                    
                
            濍 ελληνικός ορισμός
        
            sōng
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - (onom.) sound of water
sōng
- (onom.) sound of water
