烈
烈 ελληνικός ορισμός
liè
- ισχυρός
liè
- ισχυρός
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 㧜 : 𠬢
- 䴕 : woodpecker;
- 冽 : cold and raw;
- 列 : στήλη
- 劣 : κατώτερος
- 劦 : unending exertion;
- 埒 : (literary) equal; enclosure; dike; embankment; Taiwan pr. [le4];
- 巤 : 畺
- 捩 : tear; twist;
- 擸 : to hold, to grasp; to hold the hair; to pull at;
- 洌 : pure; to cleanse;
- 猎 : κυνήγι
- 猟 : Japanese variant of 獵|猎;
- 睙 : to roll the eyeballs to look;
- 茢 : rushes; sedges;
- 蛚 : Cyrtoxiphus ritsemae;
- 裂 : ρωγμή
- 趔 : stumble;
- 躐 : step across;
- 鬣 : bristles; mane;
- 鱲 : minnow;
Παραδείγματα ποινών με 烈
-
运动员们在赛场上激烈地竞争。
Yùndòngyuánmen zài sàichǎng shàng jīliè de jìngzhēng.
Λέξεις που περιέχουν 烈, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 激烈 (jī liè) : άγριος
- 强烈 (qiáng liè) : ισχυρός
- 热烈 (rè liè) : ζεστός
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 剧烈 (jù liè) : αυστηρός
- 猛烈 (měng liè) : βίαιος
- 兴高采烈 (xīng gāo cǎi liè) : χαρούμενος
- 壮烈 (zhuàng liè) : ηρωϊκός