狠
狠 ελληνικός ορισμός
hěn
- αδίστακτος
hěn
- αδίστακτος
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 狠, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 狠心 (hěn xīn) : άκαρδος