瓤 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

瓤 ελληνικός ορισμός

ráng

  • pulp (of fruit)
  • sth inside a covering
  • bad
  • weak

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : haste;
  • : dewy;
  • : sacrifice for avoiding calamity;
  • : Japanese variant of 穰[rang2];
  • : abundant; stalk of grain;
  • : a kind of wild ginger;