畳
                
                
                    
                    Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας
                    
                
            畳 ελληνικός ορισμός
        
            dié
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - 畳
dié
- 畳
