眺 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

眺 ελληνικός ορισμός

tiào

  • to gaze into the distance

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : scorch; western moon before sunrise;
  • : to sell grain;
  • : have an audience;
  • : άλμα