睊 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

睊 ελληνικός ορισμός

juàn

  • look

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : 滈
  • : κουρασμένος
  • : a bag which holds 30 pecks (i.e. approx 3 kg dry measure);
  • : nimble; variant of 狷[juan4]; impetuous; rash;
  • : concern; wife and children;
  • : 㕡
  • : thin, tough silk fabric;
  • : bird catching net; to bind; to hang;
  • : name of a district in Shandong;
  • : to bend iron;
  • : meaningful; significant;
  • : Jun
  • : 㫗
  • : to offer sacrifices;
  • 𢎥 : 㐫