瞰 Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας 瞰 ελληνικός ορισμός kàn to look down from a height to spy on sth Χαρακτήρες με την ίδια προφορά 墈 : cliff; 看 : κοίτα 磡 : dangerous sea-cliff; 衎 : pleased; 阚 : to glance; to peep; 莰 阚