磴
                
                
                    
                    Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας
                    
                
            磴 ελληνικός ορισμός
        
            dèng
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - σκαλοπάτι
dèng
- σκαλοπάτι
