祂 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

祂 ελληνικός ορισμός

  • he, it (pronoun used for God)

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : αυτός
  • : κατάρρευση
  • : ήταν
  • : το
  • : (of clothes) to be soaked with sweat;
  • : it (used for animals);
  • : inner shirt; to sew onto clothing; see also 禢[Ta4];
  • : thallium (chemistry);