秋 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

秋 ελληνικός ορισμός

qiū

  • φθινόπωρο

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : ανάχωμα
  • : meaning uncertain, related to 戾[li4], to violate;
  • : Catalpa; Mallotus japonicus;
  • : Lespedeza bicolor;
  • : earthworm;
  • : mound;
  • : crupper; leather strap; (dialect) to draw back; to shrink;
  • : loach;

Παραδείγματα ποινών με 秋

  • 秋天最舒服,不冷也不热。
    Qiūtiān zuì shūfú, bù lěng yě bù rè.
  • 秋天来了,温度开始降低了。
    Qiūtiān láile, wēndù kāishǐ jiàngdīle.
  • 秋天的天气很凉快。
    Qiūtiān de tiānqì hěn liángkuai.

Λέξεις που περιέχουν 秋, ανά επίπεδο HSK