秤
秤 ελληνικός ορισμός
chèng
- ζυγός
chèng
- ζυγός
Επίπεδα HSK
Λέξεις που περιέχουν 秤, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
-
秤 (chèng): ζυγός
-