稣
Απλοποιημένος χαρακτήρας
穌
Παραδοσιακός χαρακτήρας
稣 ελληνικός ορισμός
sū
- archaic variant of 蘇|苏[su1]
- to revive
sū
- archaic variant of 蘇|苏[su1]
- to revive