竁 Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας 竁 ελληνικός ορισμός cuì σκάβω μια τρύπα Χαρακτήρες με την ίδια προφορά 倅 : δεύτερος 啐 : σούβλα 崒 : 崒 悴 : λυπημένος 毳 : λιποθυμία 淬 : σβήνω 焠 : σβήνω 瘁 : κουρασμένος 粋 : 粋 粹 : καθαρος 綷 : 綷 翠 : σμαράγδι 脆 : εύθραυστος 膵 : παγκρέας 萃 : εκχύλισμα 淬 毳