竖
豎
竖 ελληνικός ορισμός
shù
- κατακόρυφος
shù
- κατακόρυφος
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 墅 : βίλα
- 尌 : standing up; to stand (something) up;
- 庶 : numerous; common people (or populace); born of a concubine;
- 恕 : συγχωρώ
- 戍 : garrison;
- 数 : αριθμός
- 朮 : Surgery
- 术 : τεχνική
- 束 : δέσμη
- 树 : δέντρο
- 沭 : river in Shandong;
- 漱 : to rinse one's mouth with water; to gargle;
- 澍 : moisture; timely rain;
- 翛 : hastiness;
- 腧 : insertion point in acupuncture; acupoint;
- 裋 : coarse clothing of camel's hair;
- 述 : διηγούμαι
- 鉥 : acmite;
Λέξεις που περιέχουν 竖, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
-
竖 (shù): κατακόρυφος
-