筛
篩
筛 ελληνικός ορισμός
shāi
- οθόνη
shāi
- οθόνη
Επίπεδα HSK
Λέξεις που περιέχουν 筛, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 筛选 (shāi xuǎn) : φίλτρο