筷
筷 ελληνικός ορισμός
kuài
- ξυλάκια
kuài
- ξυλάκια
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Παραδείγματα ποινών με 筷
-
我来中国 1 个月了,已经会用筷子了。
Wǒ lái zhōngguó 1 gè yuèle, yǐjīng huì yòng kuàizile. -
中国人吃饭一般使用筷子。
Zhōngguó rén chīfàn yībān shǐyòng kuàizi.
Λέξεις που περιέχουν 筷, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 3
- 筷子 (kuài zi) : ξυλάκια