箙
箙 ελληνικός ορισμός
fú
- 箙
fú
- 箙
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 乀 : γι
- 伏 : βόλτ
- 佛 : βούδας
- 俘 : πιάνω
- 凫 : αγριόπαπια
- 刜 : 刜
- 匐 : ανατριχιάζω
- 咈 : 咈
- 孚 : φου
- 巿 : City
- 帗 : αντικείμενο που κατέχει ο χορευτής
- 幅 : πλάτος
- 幞 : 幞
- 弗 : φου
- 扶 : βοήθεια
- 拂 : βούρτσα
- 服 : ρούχα
- 桴 : δοκός
- 氟 : φθόριο
- 洑 : τρέχον ρεύμα
- 浮 : φλοτέρ
- 涪 : φου
- 甶 : head of evil (figurative)
- 畐 : to fill
- 祓 : καθαρίζω
- 福 : ευλογία
- 符 : σύμβολο
- 笰 : ξεσκονόπανο
- 綍 : 綍
- 绂 : θύσανος
- 绋 : 绋
- 罘 : 罘
- 罦 : δίχτυ για την αλίευση πουλιών
- 艴 : αυστηρός
- 芣 : βάλτος
- 芾 : φου
- 苻 : φου
- 茀 : 茀
- 茯 : φου
- 莩 : πεθαίνουν από την πείνα
- 菔 : γογγύλι
- 葍 : αγριόχορτο
- 蚨 : νερό σκαθάρι
- 蜉 : σφήκα
- 蝠 : νυχτερίδα
- 袚 : επιγονατίδα
- 袱 : δέσμη τυλιγμένη σε ύφασμα
- 褔 : φου
- 襆 : τουρμπάνι
- 辐 : ακτίνα
- 郛 : προάστια
- 韨 : 韨
- 鵩 : 鵩
- 黻 : κέντημα
- 𠬝 : 敄