糗 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

糗 ελληνικός ορισμός

qiǔ

  • dry rations (for a journey)
  • (dialect) (of noodles etc) to become mush (from overcooking)
  • (coll.) embarrassing
  • embarrassment