素 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

素 ελληνικός ορισμός

  • χορτοφάγος

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : Lisu ethnic group of Yunnan;
  • : crop (of bird);
  • : πλαστική ύλη
  • : morning; early; long-held; long-cherished;
  • 宿 : κατάλυμα
  • : guileless; sincere;
  • : complain; sue; tell;
  • : Quercus dentata;
  • : manger;
  • : shrub;
  • : tall and straight (of trees);
  • : name of a river;
  • : to go upstream; to trace the source;
  • : jade with a blemish; person who cuts and polishes jade;
  • : rush out of a den; rustling;
  • : dense vegetation; sieve;
  • : Japanese variant of 肅|肃;
  • : grain; millet; goose pimples;
  • : σου
  • : 囙
  • : (literary) fat; variant of 嗉[su4];
  • : vegetables;
  • : tremble with fear;
  • : κανω παραπονα
  • : composed; rise; to begin;
  • : ταχύτητα
  • : alert; nimble; quick;
  • : pot of cooked rice;
  • : dried fish;

Λέξεις που περιέχουν 素, ανά επίπεδο HSK