绷
                
                
                    
                    Απλοποιημένος χαρακτήρας
                    
                
            
                        繃
                    
                    
                        Παραδοσιακός χαρακτήρας
                    
                绷 ελληνικός ορισμός
        
            bēng
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - τέντωμα
bēng
- τέντωμα
